- δρομικῶν
- δρομικόςgood at runningfem gen plδρομικόςgood at runningmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DROMICUM Templum apud Phoc — c. 29. Ubi et sacrum illius sepulchrum et templum Dromicum est; et Codin. apud Leonem Allat. de Templis Graec. In magna Ecclesia S. Sophiae, quae prius Dromica erat: dicitur Aedes, tectum laqueatum non habens, sed angustum solum pontem, ex… … Hofmann J. Lexicon universale
OCTACHORUM — ex Graeco ὀκτάχωρον, apud Ambrosium Inscr. ad Fontem S. Teclae Mediolani: Octachorum sanctos templum surrexit in usus, Octagonus fons est munere dignus eô. Hôc numerô decuit sacri Baptismatis aulam Surgere, quô populis vera salus rediit etc.… … Hofmann J. Lexicon universale
VOLUTIO — apud Auctorem Vitae Desiderii Episcopi Cadurcens. c. 11. Sepulturam quoque sibi in eodem Monasterio sub dextri lateris volutione praepari iussit, aliosque medii aevi Scriptores; Voluta, in Chron. Abbatiae S. Trudonis, l. 6. et Volta, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
εμού — Πτηνό της οικογένειας των δρομαιιδών, της τάξης των καζουαριομόρφων. Σήμερα απαντάται μόνο στην Αυστραλία, αλλά στο παρελθόν ζούσε επίσης στην Τασμανία και στα κοντινά μικρά νησιά της Ωκεανίας. Από ορισμένους μελετητές το ε. θεωρείται μεταβατική… … Dictionary of Greek
πλινθοδομή — η, Ν 1. δομική κατασκευή τής οποίας τα κύρια υλικά είναι οι πλίνθοι και η ασβεστοκονία 2. φρ. α) «δρομική πλινθοδομή» πλινθοδομή που κατασκευάζεται με τη χρήση μόνο δρομικών πλίνθων, δηλαδή με μια σειρά από πλίνθους τοποθετημένες με την πλατύτερη … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek